Τμήμα γερμανικής οβίδας (βόμβας) του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που μετατράπηκε σε πολυέλαιο
σίδηρος, αλουμίνιο, μπρούντζος, κράμα χαλκού
Δωρεά Ιερού Ναού Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης
Συλλογή Μουσείου Πόλης Δήμου Καρδίτσας, Αρ. Εισ. 1668
Ρίφθηκε, χωρίς να εκραγεί, μπροστά στο Μητροπολιτικό Μέγαρο της Καρδίτσας, στην οδό Ιεζεκιήλ 30, κατά τους Γερμανικούς βομβαρδισμούς, την άνοιξη του 1941. Ως δείγμα ευγνωμοσύνης για τη διάσωσή του, ο τότε μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, κ.κ. Ιεζεκιήλ, τη μετέτρεψε σε πολυέλαιο, ο οποίος κρέμονταν ως το 2005 στον εξωνάρθηκα του μητροπολιτικού ναού, όπως διαβάζουμε στη μεταλλική πλακέτα που συνοδεύει το αντικείμενο:
Η Γερμανική αυτή βόμβα έπεσεν επί της Ιεράς Μητροπόλεως Καρδίτσης το μεσονύκτιον της Μεγάλης Τρίτης του 1941 του κοιμωμένου Μητροπολίτου Ιεζεκιήλ διασωθέντος κατά χάριτι Θεού», έργον Ιωάννου Α. Νικητόπουλου, Αθήναι.
_______________________________________________
Στις αρχές του 1940 η Ελλάδα είχε ήδη μπει σε περίοδο πολεμικής προετοιμασίας. Το καθεστώς του δικτάτορα Μεταξά προπαγάνδιζε την πολεμική ετοιμότητα της χώρας, διοργανώνοντας και στην Καρδίτσα λαϊκές προβολές «εθνικών» κινηματογραφικών ταινιών με βαρυσήμαντους πολιτικούς λόγους και εικόνες από τα πρόσφατα κατασκευασμένα οχυρά του Ρούπελ στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Με την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο χιλιάδες Καρδιτσιώτες επιστρατεύτηκαν, οι περισσότεροι στο 5ο σύνταγμα πεζικού (Τρικάλων), το οποίο έδρασε στην Πίνδο και κατά την εαρινή επίθεση των Ιταλών έδωσε επικές μάχες στο ύψωμα 731. Ως την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων τον Απρίλιο του 1941, οι νεκροί και οι αγνοούμενοι Καρδιτσιώτες, αξιωματικοί και οπλίτες, ξεπέρασαν τους τετρακόσιους σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Ο φόβος πιθανών γερμανικών βομβαρδισμών επέβαλε τη λήψη εκτάκτων μέτρων για την προστασία των πολιτών, όπως αυτό της απαγόρευσης της δημόσιας εκφοράς των νεκρών. Ο μοναδικός βομβαρδισμόςπου δέχτηκε η Καρδίτσα ήταν τη Μεγάλη Τρίτη του 1941, όταν στην πόλη διανυκτέρευσε ο Σέρβος βασιλιάς Πέτρος Β’ Καραγεόργεβιτς.
«Ένα ασυνήθιστο τάμα»
Της Φωτεινής Λέκκα
Για να την προσέξει κανείς πρέπει να του έχουν μιλήσει από πριν[1]. Η βόμβα, ακίνδυνη και ακρωτηριασμένη – με ένα πτερύγιο λιγότερο-, βαμμένη με κόκκινη και πράσινη λαδομπογιά κρέμεται για πάνω από μισό αιώνα 2,50 μέτρα από το πάτωμα, στον πολυέλαιο της εισόδου του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Κωνσταντίνου Καρδίτσας. Ασύμβατη φαινομενικά με την ιερότητα, την αισθητική και την πολυτέλεια του χώρου, δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά.
Τι άλλο από βία και καταστροφή μπορεί να συμβολίζει αυτός ο ακαλαίσθητος σιδερένιος όγκος; Πως μπορεί να βραβεύτηκε με «ανάρτηση» ένα τέτοιο έργο, συνώνυμο της βεβήλωσης του χώρου και του ευτελισμού της δουλειάς διάσημων αγιογράφων;
Ωστόσο οι λόγοι που επέβαλαν την ανάδειξη ενός τέτοιου αντικειμένου δεν απορρέουν από αξιολογική προσέγγιση ή διανοητικές κατασκευές. Κι αυτός ακόμα ο τοπικός τύπος της εποχής δεν ασχολήθηκε με ένα τόσο ασήμαντο αντικείμενο, ανίκανο να προκαλέσει τον παραμικρό πανικό (το επίκεντρο του δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος βρισκόταν -αυτονόητα άλλωστε- αρκετά μακριά, στους βρετανικούς βομβαρδισμούς του Ελμπασάν, στην προέλαση των βρετανικών στρατευμάτων στην Αιθιοπία, στο αρχηγείο του Καΐρου…).
Η εξέταση των συνθηκών της ρίψης–πτώσης της βόμβας θα μας κάνει να τη δούμε με μεγαλύτερη συμπάθεια μιας και το συναισθηματικό της βάρος δείχνει –και είναι προφανώς μετά τη δράση των πυροτεχνουργών- πολύ μεγαλύτερο.
Για την πτυχή αυτή της λειτουργίας του «μνημείου» μπορεί να μιλήσει μόνο η μικρή μεταλλική σκαλιστή επιγραφή:
«Η Γερμανική αυτή βόμβα έπεσεν επί της Ιεράς Μητροπόλεως Καρδίτσης το μεσονύκτιον της Μεγάλης Τρίτης του 1941 του κοιμωμένου Μητροπολίτου Ιεζεκιήλ διασωθέντος κατά χάριτι Θεού», έργον Ιωάννου Α. Νικητόπουλου, Αθήναι
Η τεκμηρίωση ξαφνιάζει με το προσωπικό και ειλικρινές της περιεχόμενο. Δεν πρόκειται παρά για ένα ιδιότυπο δείγμα ευγνωμοσύνης.
Εφημερίδα Νέος Αγών, 17 Σεπτεμβρίου 2003
[1] Η πληροφορία ήταν του δασκάλου για παιδιά με ειδικές ανάγκες Βασίλη Κωτούλα που τον ευχαριστώ θερμά και η αφορμή μια ακόμα συζήτηση για «εναλλακτικά» μνημεία.
Όπως παραδόθηκε στο μουσείο.
Και η συντήρηση